Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὰ μέταζε

См. также в других словарях:

  • μέταζε — (Α) επίρρ. 1. στο μεταξύ δύο χρονικών σημείων διάστημα 2. μετέπειτα, μετά από αυτά, αργότερα 3. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ μέταζε μετὰ ταῡτα». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετά, κατά τα επιρρμ. σε ζε (πρβλ. θύραζε*)] …   Dictionary of Greek

  • μέταζε — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»